κουλαντρίζω

κουλαντρίζω
βλ. κολαντρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολαντρίζω — και κουλαντρίζω 1. καταφέρνω με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσω τις βιοτικές ανάγκες («κολαντρίζει την πενταμελή οικογένειά του, ενώ δεν έχει μόνιμη δουλειά») 2. (για δυσχερείς περιστάσεις) χειρίζομαι επιδέξια, διευθετώ επιτήδεια («τά κολάντρισε καλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”